- ὑπερφρύγιος
- ὑπερφρύγιος [pron. full] [ῠγ], ον,A hyper-Phrygian,
ἁρμονία Ath.14.625d
;τόνος Cleonid.Harm.12
;τρόπος Alyp.Diat.9
, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁρμονία Ath.14.625d
;τόνος Cleonid.Harm.12
;τρόπος Alyp.Diat.9
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπερφρύγιος — hyper Phrygian masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερφρύγιος — ον, Α μουσικός τρόπος υψηλότερος κατά ένα τετράχορδο από τον φρύγιο («ὑπερφρύγιος ἁρμονία», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φρύγιος] … Dictionary of Greek
ὑπερφρύγιον — ὑπερφρύγιος hyper Phrygian masc/fem acc sg ὑπερφρύγιος hyper Phrygian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)